- τηλεθεατής
- (televizyon) seyirci
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τηλεθεατής — ο, θηλ. τηλεθεάτρια, Ν θεατής τηλεοπτικού προγράμματος, αυτός που παρακολουθεί πρόγραμμα στην τηλεόραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + θεατής] … Dictionary of Greek
τηλεθεατής — ο αυτός που βλέπει τηλεθέαμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… … Wikipédia en Français
Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… … Wikipédia en Français
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek